- χέρι
- Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη ενώνονται με τα 5 μικρά οστά του μετακάρπιου, καθένα από τα οποία συνεχίζεται με τα οστά των δακτύλων. Ο αντίχειρας έχει 2 οστά και τα άλλα δάκτυλα από 3· τα οστά των δακτύλων ονομάζονται φάλαγγες. Ο σκελετός του χ. έχει 18 αρθρώσεις και περισσότερους από 30 μυς, που μεριμνούν για τις κινήσεις του· από τους μυς, 19 συμμετέχουν άμεσα στη δομή του χ., ενώ τα σώματα των άλλων αποτελούν μέρος του αντιβραχίονα και μόνο οι τένοντές τους φτάνουν στον σκελετό του χ. Η πολύπλοκη αυτή οστική –αρθρική– μυϊκή δομή παρέχει στο χ. τη δυνατότητα να εκτελεί τη σημαντικότερη λειτουργία του, τη σύλληψη, η οποία μπορεί vα ασκηθεί κατά 3 βασικούς τρόπους, στους οποίους ανάγονται όλες σχεδόν οι κινήσεις του χ. Διακρίνονται, πραγματικά, σύλληψη κατ’ άγγιστρο, κατά την οποία τα δάκτυλα, χωρίς τη συμμετοχή του αντίχειρα, διπλώνονται επάνω στο αντικείμενο που συλλαμβάνεται· σύλληψη κατά πυγμή, με όλα τα δάκτυλα να περιβάλλουν τα αντικείμενα, και σύλληψη ή αντιθετική κίνηση του αντίχειρα προς τα άλλα δάκτυλα. Η αντιθετική κίνηση του αντίχειρα φαίνεται ότι αποτελεί αποκλειστικό χαρακτηριστικό του χ. του ανθρώπου. Στις μεγάλες δυνατότητες εργασίας του χ. συμβάλλει η μεγάλη κινητικότητα ολόκληρου του επάνω άκρου και η απτική αισθητικότητα του δέρματος που το καλύπτει.
Εξαιτίας της μεγάλης δραστηριότητας και της θέσης του, το χ. παθαίνει συχνότερα κακώσεις τραυματικές και άλλες που οφείλονται σε μεταβολές της θερμοκρασίας (εγκαύματα, κρυοπαγήματα) και σε λοιμώξεις, που μπορεί να ακολουθήσουν. Σε κάθε περίπτωση κάκωσης του χ. επιβάλλεται η μέγιστη δυνατή θεραπευτική φροντίδα.
Από τις χειρουργικές επεμβάσεις πλαστικής που εκτελούνται για να εξουδετερωθούν περιορισμοί της λειτουργίας από σοβαρούς τραυματισμούς, αξίζει να αναφερθούν οι επεμβάσεις που τείνουν να αποκαταστήσουν την αντιθετική λειτουργία του αντίχειρα, όπως η μετατροπή σε αντίχειρα του πρώτου μετακαρπίου ή του δεύτερου δακτύλου.
Χέρι: 1) έλυτρα των τενόντων? 2) τένοντες του μυός που τεντώνει τα δάχτυλα? 3) μεσόστεοι ραχιαίοι μύες? 4) ραχιαίος σύνδεσμος του καρπού? 5) τένοντες των μυών που τεντώνουν τον αντίχειρα? 6) απαγωγός του αντίχειρα? 7) εγκάρσιος σύνδεσμος του καρπού? 8) βραχύς απαγωγός του αντίχειρα? 9) βραχύς καμπτήρας του αντίχειρα (σε τομή)? 10) τένων του μακρού καμπτήρα του αντίχειρα? 11) απαγωγός του αντίχειρα? 12) ελμινθοειδείς μύες? 13) τένων τού μακρού παλαμιαίου μυός? 14) παλαμιαίος σύνδεσμος του καρπού? 15) έλυτρο των τενόντωντων καμπτήρων μυών των δαχτύλων? 16) απαγωγός του μικρού δάχτυλου? 17) τένωντου επιπολής κρατήρα των δαχτύλων 18) τένων του σε βάθος καμπτήρα των δαχτύλων.
* * *το / χερίον, ΝΜΑ, και χέριον Μνεοελλ.1. καθένα από τα άνω άκρα τού ανθρώπινου σώματος, από τον ώμο ώς την άκρη τών δακτύλων2. (συγκριτ. ανατ.) συλληπτήριο όργανο στο τελευταίο τμήμα τών πρόσθιων άκρων ορισμένων σπονδυλοζώων, που αποτελείται από την άρθρωση τού καρπού, τα καρπικά οστά, τα μετακάρπια οστά και τις φάλαγγες3. (κατ' επέκτ.) το μπροστινό πόδι τής γάτας, τού σκύλου και άλλων ζώων4. λαβή σκεύους ή άλλου αντικειμένου, χερούλι, («το χέρι τού τηγανιού» β. «το χέρι τού μπαστουνιού»)5. εξάρτημα μηχανήματος6. φρ. α) «άκρο χέρι»ανατ. όργανο συλλήψεως και αισθήσεως, το οποίο αποτελεί το ακραίο τμήμα τών άνω άκρων τού ανθρώπουβ) «χέρι μαιευτήρα»ιατρ. θέση τού άκρου χεριού, που παρατηρείται επί τετανίας και χαρακτηρίζεται από σύσπαση τών δακτύλων που είναι σφιγμένα το ένα προς το άλλο και σε ημίκαμψη προς τα μετακάρπια, σχηματίζοντας κώνογ) «απλώνω χέρι»i) ζητιανεύωii) κάνω κίνηση για να χτυπήσω κάποιονiii) ξεθαρρεύω ή οικειοποιούμαι κάτιδ) «βάζω χέρι [σε κάποιον ή σε κάποια]»i) κάνω άσεμνες χειρονομίεςii) συνουσιάζομαι [με κάποιαν ή με κάποιον]iii) αρχίζω να νέμομαι, να σφετερίζομαι ή να δαπανώ, να σπαταλώ κάτιiv) επιπλήττωε) «βάζω [ή δίνω] ένα χέρι» — βοηθώ, συντρέχωστ) «βάζω κάτι στο χέρι» — αποκτώ κάτι με μη θεμιτά μέσα, σφετερίζομαιζ) «βάζω κάποιον στο χέρι» — εξαπατώ κάποιον ώστε να μπορώ να τόν εκμεταλλευθώη) «δίνω το χέρι [μου]» — απλώνω το χέρι μου για χειραψία ή για συμφιλίωσηθ) «δώσαμε χέρι» ή «δώσαμε τα χέρια» — δώσαμε αμοιβαία υπόσχεση, καταλήξαμε σε συμφωνία ή συμφιλιωθήκαμει) «στο χέρι μου είναι» — από μένα εξαρτάται, μπορώια) «είναι [ή τόν έχω] τού χεριού μου» — μπορώ εύκολα να τόν νικήσω ή να τού επιβάλω τη θέληση μου, τόν κάνω ό,τι θέλωιβ) «τόν έχω [ή τόν κρατώ] στο χέρι» — γνωρίζω μυστικά του ώστε να μην μπορεί να αντιδράσει, είναι υποχείριο μουιγ) «είναι το [ή τόν έχω] δεξί μου χέρι» — μού είναι απαραίτητος συνεργάτης, πολύτιμος βοηθόςιδ) «έχω [ή έβαλα] το χέρι μου κι εγώ...» — έχω κι εγώ ανάμιξη ή συμμετοχήιε) «κόβω τα χέρια [κάποιου]»i) αχρηστεύω κάποιονii) φέρνω μεγάλες δυσκολίες σε κάποιονιστ) «πάνε χέρι χέρι»i) (για πρόσ.) περπατούν κρατώντας ο ένας το χέρι τού άλλου ή συνεργάζονται στενάii) (για πράγμ., φαινόμενα και καταστάσεις) είναι αλληλένδετα, το ένα είναι επακόλουθο τού άλλουιζ) «μού πέφτει στα χέρια κάτι» — αποκτώ ή βλέπω κάτι συμπτωματικάιη) «πέφτει κάποιος στα χέρια μου» — περιέρχεται κάποιος στην εξουσία μου, μπορώ να τού επιβάλλω τη θέλησή μουιθ) «γλυτώνω από τα χέρια κάποιου» — απαλλάσσομαι, απελευθερώνομαι από κάποιονκ) «χέρι [με] χέρι» — με άμεση ανταλλαγή, χωρίς καθυστέρηση, γρήγορα, μάνι μάνικα) «αν μού πέσει στα χέρια» ή «αν πέσει στα χέρια μου» — αν βρω κατάλληλη ευκαιρίακβ) «ένα χέρι, δύο [ή τρία] χέρια» ή «πρώτο [ή δεύτερο ή τρίτο] χέρι» — μια φορά, δύο [ή τρεις] φορέςκγ) «από πρώτο χέρι» — απευθείας από την πηγή, άμεσακδ) «από δεύτερο [ή από τρίτο] χέρι»i) έμμεσαii) (ενν. πράγμα) μεταχειρισμένοκε) «τόν πήγε τρία χέρια» — είχε τρεις κενώσεις τών εντέρωνκστ) «χέρι τής Παναγιάς» — κοινή ονομασία είδους τού φαρμακευτικρύ φυτού τεύκριο7. παροιμ. «τό 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο» — δηλώνει ότι η συνεργασία αποφέρει καλό αποτέλεσμαμσν.(στον τ. χέριον) μικρό χέρι, χεράκιμσν.-αρχ.χερίονεπίμηκες εξάρτημα μηχανήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χερ- τής λ. χείρ, *χειρός + υποκορ. κατάλ. -ι(ον) (πρβλ. φρύδι / ὀφρύδιον < ὀφρῦς)].
Dictionary of Greek. 2013.